Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


donnàccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [donˈnatʧa]

1 τσούλα
2 γυναίκα ελαφρών ηθών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  donna donnaiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dondolo (ουσ αρσ )
dondolone (αρσ. επίθ και ουσ)
dongiovannesco (επίθ.)
dongiovanni (ουσ αρσ )
donna (θηλ.ουσ)
donnaccia (θηλ.ουσ)
donnaiolo (ουσ αρσ )
donnaiuolo (ουσ αρσ )
donnesco (επίθ.)
donnicciola (θηλ.ουσ)
donnina (θηλ.ουσ)
donnino (ουσ αρσ )
donnola (θηλ.ουσ)
dono (ουσ αρσ )
donzella (θηλ.ουσ)
donzello (ουσ αρσ )
doping (ουσ αρσ )
dopo (ουσ αρσ )
dopo (επίθ.)
dopo (πρόθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---