Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdonatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [donaˈtore] ο δωρητής permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdonatore [αρσ.] di organi = ο δωρητής οργάνων || donatore [αρσ.] di sangue = ο αιμοδότης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |