Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdominazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dominatˈtsjone] 1 επικράτηση 2 ηγεμόνευση 3 ηγεμονία 4 κυριαρχία 5 επίδραση 6 εξουσία 7 κυριάρχηση 8 κυριότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |