Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


domesticàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [domestiˈkabile]

1 εξημερώσιμος
2 που μπορεί να δαμαστεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  domestica domesticare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

domenica (θηλ.ουσ)
domenicale (επίθ.)
domenicana (θηλ.ουσ)
domenicano (ουσ αρσ )
domestica (θηλ.ουσ)
domesticabile (επίθ.)
domesticare (ρ. μτβ.)
domestichezza (θηλ.ουσ)
domesticità (θηλ.ουσ)
domestico (ουσ αρσ )
domestico (επίθ.)
domiciliare (επίθ.)
domiciliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domiciliarsi (ρ.μ. (αντων.))
domiciliato (επίθ.)
domiciliazione (θηλ.ουσ)
domicilio (ουσ αρσ )
dominabile (επίθ.)
dominante (θηλ.ουσ)
dominante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---