ItalianoGreco


domànda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [doˈmanda]

1 η ερώτηση
2 (richiesta scritta) η αίτηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


una domanda [θηλ.] imbarazzante = μία ερώτηση που προκαλεί αμηχανία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---