Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


domànda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [doˈmanda]

1 η ερώτηση
2 (richiesta scritta) η αίτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  domabile domandare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


una domanda [θηλ.] imbarazzante = μία ερώτηση που προκαλεί αμηχανία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolorifico (επίθ.)
doloroso (επίθ.)
dolosità (θηλ.ουσ)
doloso (επίθ.)
domabile (επίθ.)
domanda (θηλ.ουσ)
domandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domani (ουσ αρσ )
domani (επίρ.)
domare (ρ. μτβ.)
domato (επίθ.)
domatore (ουσ αρσ )
domattina (επίρ.)
domatura (θηλ.ουσ)
domenica (θηλ.ουσ)
domenicale (επίθ.)
domenicana (θηλ.ουσ)
domenicano (ουσ αρσ )
domestica (θηλ.ουσ)
domesticabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---