dolosità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [doloziˈta]
1 έχθρα
2 χαιρεκακία
3 κακοήθεια
4 μοχθηρία
5 κακεντρέχεια
6 εμπάθεια
7 δολιότητα
8 σκοπιμότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [doloziˈta]
1 έχθρα
2 χαιρεκακία
3 κακοήθεια
4 μοχθηρία
5 κακεντρέχεια
6 εμπάθεια
7 δολιότητα
8 σκοπιμότητα
permalink
dolosità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android