Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdolóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [doˈlore] ο πόνος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavvertire un dolore = αισθάνομαι έναν πόνο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |