Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dolòmia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [doˈlɔmja]

1 δολομιτικό πέτρωμα
2 δολομίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dolo dolomite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolicocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
dollaro (ουσ αρσ )
dolman (ουσ αρσ )
dolmen (ουσ αρσ )
dolo (ουσ αρσ )
dolomia (θηλ.ουσ)
dolomite (θηλ.ουσ)
dolomitico (επίθ.)
dolorante (επίθ.)
dolorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolore (ουσ αρσ )
dolorifico (επίθ.)
doloroso (επίθ.)
dolosità (θηλ.ουσ)
doloso (επίθ.)
domabile (επίθ.)
domanda (θηλ.ουσ)
domandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domani (ουσ αρσ )
domani (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---