Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dolicocèfalo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dolikoˈʧɛfalo]

δολιχοκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dolicocefalia dollaro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dolere (ρ.αμτβ.)
dolersi (ρ.μ. (αντων.))
dolerite (θηλ.ουσ)
dolicocefalia (θηλ.ουσ)
dolicocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
dollaro (ουσ αρσ )
dolman (ουσ αρσ )
dolmen (ουσ αρσ )
dolo (ουσ αρσ )
dolomia (θηλ.ουσ)
dolomite (θηλ.ουσ)
dolomitico (επίθ.)
dolorante (επίθ.)
dolorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolore (ουσ αρσ )
dolorifico (επίθ.)
doloroso (επίθ.)
dolosità (θηλ.ουσ)
doloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---