Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dolére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [doˈlere]

1 μετανιώνω
2 θλίβω
3 υποφέρω
4 αλγώ
5 λυπούμαι πολύ
6 πονώ
7 λυπώ
8 μεταμελούμαι

dolersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [doˈlersi]

1 λυπούμαι πολύ
2 μετανιώνω
3 παραπονιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dolente dolerite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolcificare (ρ. μτβ.)
dolcificazione (θηλ.ουσ)
dolcisonante (επίθ.)
dolciume (ουσ αρσ )
dolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dolere (ρ.αμτβ.)
dolersi (ρ.μ. (αντων.))
dolerite (θηλ.ουσ)
dolicocefalia (θηλ.ουσ)
dolicocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
dollaro (ουσ αρσ )
dolman (ουσ αρσ )
dolmen (ουσ αρσ )
dolo (ουσ αρσ )
dolomia (θηλ.ουσ)
dolomite (θηλ.ουσ)
dolomitico (επίθ.)
dolorante (επίθ.)
dolorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---