Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdolciùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dolˈʧume] 1 καραμέλες 2 γλύκα μεγάλη 3 προὶόντα ζαχαροπλαστικής 4 γλυκά 5 χορταστική γλύκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |