Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dolcisonànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dolʧisoˈnante]

1 γλυκόηχος
2 μελίρρυτος
3 ηδύφθογγος
4 αηδονόλαλος
5 μελιστάλαχτος
6 μελίφθογγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dolcificazione dolciume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolciastro (επίθ.)
dolcificante (ουσ αρσ )
dolcificante (επίθ.)
dolcificare (ρ. μτβ.)
dolcificazione (θηλ.ουσ)
dolcisonante (επίθ.)
dolciume (ουσ αρσ )
dolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dolere (ρ.αμτβ.)
dolersi (ρ.μ. (αντων.))
dolerite (θηλ.ουσ)
dolicocefalia (θηλ.ουσ)
dolicocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
dollaro (ουσ αρσ )
dolman (ουσ αρσ )
dolmen (ουσ αρσ )
dolo (ουσ αρσ )
dolomia (θηλ.ουσ)
dolomite (θηλ.ουσ)
dolomitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---