Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔlo] 1 δόλος 2 σκοπιμότητα 3 κακεντρέχεια 4 απάτη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |