Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doloróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [doloˈroso], [doloˈrozo]

οδυνηρός (-ή, -ό), επώδυνος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dolorifico dolosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolomitico (επίθ.)
dolorante (επίθ.)
dolorare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolore (ουσ αρσ )
dolorifico (επίθ.)
doloroso (επίθ.)
dolosità (θηλ.ουσ)
doloso (επίθ.)
domabile (επίθ.)
domanda (θηλ.ουσ)
domandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domani (ουσ αρσ )
domani (επίρ.)
domare (ρ. μτβ.)
domato (επίθ.)
domatore (ουσ αρσ )
domattina (επίρ.)
domatura (θηλ.ουσ)
domenica (θηλ.ουσ)
domenicale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---