Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dolciàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dolˈʧarjo]

1 ο της ζαχαροπλαστικής
2 ζαχαροπλαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dolcezza dolciastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dogmatizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolce (ουσ αρσ )
dolce (επίθ.)
dolceamaro (επίθ.)
dolcezza (θηλ.ουσ)
dolciario (αρσ. επίθ και ουσ)
dolciastro (επίθ.)
dolcificante (ουσ αρσ )
dolcificante (επίθ.)
dolcificare (ρ. μτβ.)
dolcificazione (θηλ.ουσ)
dolcisonante (επίθ.)
dolciume (ουσ αρσ )
dolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dolere (ρ.αμτβ.)
dolersi (ρ.μ. (αντων.))
dolerite (θηλ.ουσ)
dolicocefalia (θηλ.ουσ)
dolicocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
dollaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---