Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdólce
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdolʧe] το γλύκισμα, το γλυκό dólce επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdolʧe] γλυκός (-ιά, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαacqua [θηλ.] dolce = το γλυκό νερό || caffè [αρσ.] molto dolce = ο καφές βαρύγλυκος || dolce [αρσ.] cotto al forno = το γλυκό ταψιού || flauto [αρσ.] dolce = η φλογέρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |