Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dòglio, dóglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔʎʎo], [ˈdoʎʎo]

1 πήλινο κιούπι
2 μεγάλο βαρέλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doglia dogma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doganiere (ουσ αρσ )
dogaressa (θηλ.ουσ)
dogato (ουσ αρσ )
doge (ουσ αρσ )
doglia (θηλ.ουσ)
doglio (ουσ αρσ )
dogma (ουσ αρσ )
dogmatica (θηλ.ουσ)
dogmatico (ουσ αρσ )
dogmatico (επίθ.)
dogmatismo (ουσ αρσ )
dogmatizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolce (ουσ αρσ )
dolce (επίθ.)
dolceamaro (επίθ.)
dolcezza (θηλ.ουσ)
dolciario (αρσ. επίθ και ουσ)
dolciastro (επίθ.)
dolcificante (ουσ αρσ )
dolcificante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---