Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doblóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈblone]

παλιό χρυσό Ισπανικό νόμισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dobermann DOC  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dizionario (ουσ αρσ )
dizionarista (ουσ αρσ και θηλ.)
dizione (θηλ.ουσ)
do (ουσ αρσ )
dobermann (ουσ αρσ )
doblone (ουσ αρσ )
DOC (ακρ.)
doccia (θηλ.ουσ)
doccione (ουσ αρσ )
docente (ουσ αρσ και θηλ.)
docente (επίθ.)
docenza (θηλ.ουσ)
docile (επίθ.)
docilità (θηλ.ουσ)
docilmente (επίρ.)
docimologia (θηλ.ουσ)
documentabile (επίθ.)
documentale (επίθ.)
documentare (ρ. μτβ.)
documentarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---