Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divisóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diviˈzore]

1 διαιρέτης
2 διαιρούμενη κεφαλή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diviso divisorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divisionismo (ουσ αρσ )
divisionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
divisionistico (επίθ.)
divismo (ουσ αρσ )
diviso (επίθ.)
divisore (αρσ. επίθ και ουσ)
divisorio (ουσ αρσ )
divisorio (επίθ.)
divistico (επίθ.)
divo (ουσ αρσ )
divo (επίθ.)
divorare (ρ. μτβ.)
divorarsi (ρ.μ. (αντων.))
divoratore (ουσ αρσ )
divoratore (επίθ.)
divorziare (ρ.αμτβ.)
divorziata (θηλ.ουσ)
divorziato (ουσ αρσ )
divorziato (επίθ.)
divorzio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---