Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divoratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [divoraˈtore]

αυτός που καταβροχθίζει

divoratóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [divoraˈtore]

που καταβροχθίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divorarsi divorziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divistico (επίθ.)
divo (ουσ αρσ )
divo (επίθ.)
divorare (ρ. μτβ.)
divorarsi (ρ.μ. (αντων.))
divoratore (ουσ αρσ )
divoratore (επίθ.)
divorziare (ρ.αμτβ.)
divorziata (θηλ.ουσ)
divorziato (ουσ αρσ )
divorziato (επίθ.)
divorzio (ουσ αρσ )
divorzismo (ουσ αρσ )
divorzista (ουσ αρσ και θηλ.)
divorzista (επίθ.)
divorzistico (επίθ.)
divulgare (ρ. μτβ.)
divulgarsi (ρ.μ. (αντων.))
divulgativo (επίθ.)
divulgatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---