Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈvino]

1 προφήτης
2 μάντης

divìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈvino]

θεϊκός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divinizzazione divisa  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


la giustizia [θηλ.] divina = η Θεία Δίκη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divincolare (ρ. μτβ.)
divincolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
divinità (θηλ.ουσ)
divinizzare (ρ. μτβ.)
divinizzazione (θηλ.ουσ)
divino (ουσ αρσ )
divino (επίθ.)
divisa (θηλ.ουσ)
divisare (ρ. μτβ.)
divisibile (επίθ.)
divisibilità (θηλ.ουσ)
divisionale (επίθ.)
divisionario (επίθ.)
divisione (θηλ.ουσ)
divisionismo (ουσ αρσ )
divisionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
divisionistico (επίθ.)
divismo (ουσ αρσ )
diviso (επίθ.)
divisore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---