Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diˈvetta] 1 στάρλετ 2 τραγουδίστρια του βαριετέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |