Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [divetˈtsare]

1 αποκόβω
2 απογαλακτίζω

divezzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [divetˈtsarsi]

αποκόβομαι από κάποια συνήθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divezzamento dividendo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divertire (ρ. μτβ.)
divertirsi (ρ.μ. (αντων.))
divertito (επίθ.)
divetta (θηλ.ουσ)
divezzamento (ουσ αρσ )
divezzare (ρ. μτβ.)
divezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dividendo (ουσ αρσ )
dividere (ρ. μτβ.)
dividersi (ρ.μ. (αντων.))
divieto (ουσ αρσ )
divinamente (επίρ.)
divinare (ρ. μτβ.)
divinatorio (επίθ.)
divinazione (θηλ.ουσ)
divincolamento (ουσ αρσ )
divincolare (ρ. μτβ.)
divincolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
divinità (θηλ.ουσ)
divinizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---