Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivezzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [divetˈtsare] 1 αποκόβω 2 απογαλακτίζω divezzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [divetˈtsarsi] αποκόβομαι από κάποια συνήθεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |