Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivièto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈvjɛto] η απαγόρευση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdivieto [αρσ.] d'accesso = απαγορεύεται η πρόσβαση || divieto [αρσ.] di balneazione = απαγορεύεται το κολύμπι || divieto [αρσ.] di sosta = απαγορεύεται η στάθμευση | απαγορεύεται η στάση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |