Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divièto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈvjɛto]

η απαγόρευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dividersi divinamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


divieto [αρσ.] d'accesso = απαγορεύεται η πρόσβαση || divieto [αρσ.] di balneazione = απαγορεύεται το κολύμπι || divieto [αρσ.] di sosta = απαγορεύεται η στάθμευση | απαγορεύεται η στάση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divezzare (ρ. μτβ.)
divezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dividendo (ουσ αρσ )
dividere (ρ. μτβ.)
dividersi (ρ.μ. (αντων.))
divieto (ουσ αρσ )
divinamente (επίρ.)
divinare (ρ. μτβ.)
divinatorio (επίθ.)
divinazione (θηλ.ουσ)
divincolamento (ουσ αρσ )
divincolare (ρ. μτβ.)
divincolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
divinità (θηλ.ουσ)
divinizzare (ρ. μτβ.)
divinizzazione (θηλ.ουσ)
divino (ουσ αρσ )
divino (επίθ.)
divisa (θηλ.ουσ)
divisare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---