Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divertìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diverˈtire]

1 ξεσκάζω
2 γλεντώ
3 διασκεδάζω
4 ξεδίνω
5 ψυχαγωγώ
6 ψυχαγωγούμαι
7 ξεφαντώνω

divertirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [diverˈtirsi]

διασκεδάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divertimento divertito  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ci siamo divertiti = σπάσαμε πλάκα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divertente (επίθ.)
diverticolite (θηλ.ουσ)
diverticolo (ουσ αρσ )
diverticolosi (θηλ.ουσ)
divertimento (ουσ αρσ )
divertire (ρ. μτβ.)
divertirsi (ρ.μ. (αντων.))
divertito (επίθ.)
divetta (θηλ.ουσ)
divezzamento (ουσ αρσ )
divezzare (ρ. μτβ.)
divezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dividendo (ουσ αρσ )
dividere (ρ. μτβ.)
dividersi (ρ.μ. (αντων.))
divieto (ουσ αρσ )
divinamente (επίρ.)
divinare (ρ. μτβ.)
divinatorio (επίθ.)
divinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---