Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diverticolòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [divertikoˈlɔzi]

1 αφύσικη κατάσταση αριθμού κυστιδίων στα τοιχώματα των εντέρων
2 εκκολπωμάτωση (εντέρου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diverticolo divertimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diverso (επίθ.)
diverso (αντων.)
divertente (επίθ.)
diverticolite (θηλ.ουσ)
diverticolo (ουσ αρσ )
diverticolosi (θηλ.ουσ)
divertimento (ουσ αρσ )
divertire (ρ. μτβ.)
divertirsi (ρ.μ. (αντων.))
divertito (επίθ.)
divetta (θηλ.ουσ)
divezzamento (ουσ αρσ )
divezzare (ρ. μτβ.)
divezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dividendo (ουσ αρσ )
dividere (ρ. μτβ.)
dividersi (ρ.μ. (αντων.))
divieto (ουσ αρσ )
divinamente (επίρ.)
divinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---