Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivèrso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diˈvɛrso] διάφορος (-η, -ο), διαφορετικός (-ή, -ό) divèrso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diˈvɛrso] 1 διάφορος 2 διαφορετικός 3 ποικίλος divèrso αντωνυμία Προσφορά I.P.A.: [diˈvɛrso] 1 μερικός 2 κάμποσος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdiversi [πλυθ.] = (parecchi) κάμποσος [-η, -ο] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |