Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiversità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diversiˈta] 1 ποικιλία 2 πολυποικιλία 3 διαφοροποίηση 4 ποικιλομορφία 5 διαφορά 6 ποικιλία 7 ανομοιότητα 8 αλλαγή 9 παραλλαγή 10 ανομοίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |