Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiversìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diverˈsivo] 1 ξέσκασμα 2 διασκέδαση diversìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diverˈsivo] 1 παροχετευτικός 2 διαφοροποιητικός 3 παραπλανητικός 4 αντιπερισπαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |