ItalianoGreco


divertiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [divertiˈmento]

1 αναψυχή
2 ξέσκασμα
3 διασκέδαση
4 ευχαρίστηση
5 ψυχαγωγία
6 σουΐτα μπαλέτου
7 χόμπι
8 κέφι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---