ItalianoGreco


divertìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diverˈtikolo]

1 τέχνασμα ή στρατήγημα
2 κυστίδιο
3 πρόσχημα
4 παράλληλος δρόμος περιπάτου
5 εκκόλπωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---