Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivèrbio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈvɛrbjo] 1 διαπληκτισμός 2 καβγαδάκι 3 μικροσυμπλοκή 4 διαμάχη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |