Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divaricàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [divariˈkato]

1 ολάνοιχτος
2 διάπλατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divaricare divaricatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divagazione (θηλ.ουσ)
divampare (ρ.αμτβ.)
divano (ουσ αρσ )
divaricamento (ουσ αρσ )
divaricare (ρ. μτβ.)
divaricato (επίθ.)
divaricatore (ουσ αρσ )
divaricazione (θηλ.ουσ)
divario (ουσ αρσ )
divedere (ρ. μτβ.)
diveggiare (ρ.αμτβ.)
divellere (ρ. μτβ.)
divenire (ουσ αρσ )
divenire (ρ.αμτβ.)
diventare (ρ.αμτβ.)
diverbio (ουσ αρσ )
divergente (αρσ. επίθ και ουσ)
divergenza (θηλ.ουσ)
divergere (ρ.αμτβ.)
diversamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---