Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divagazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [divagatˈtsjone]

1 βγάλσιμο από το θέμα
2 παρέκβαση
3 δολιχοδρομία
4 περιπλάνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divagarsi divampare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diuturnità (θηλ.ουσ)
diuturno (επίθ.)
diva (θηλ.ουσ)
divagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
divagarsi (ρ.μ. (αντων.))
divagazione (θηλ.ουσ)
divampare (ρ.αμτβ.)
divano (ουσ αρσ )
divaricamento (ουσ αρσ )
divaricare (ρ. μτβ.)
divaricato (επίθ.)
divaricatore (ουσ αρσ )
divaricazione (θηλ.ουσ)
divario (ουσ αρσ )
divedere (ρ. μτβ.)
diveggiare (ρ.αμτβ.)
divellere (ρ. μτβ.)
divenire (ουσ αρσ )
divenire (ρ.αμτβ.)
diventare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---