Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiutùrno
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diuˈturno] 1 μακρόβιος 2 πολυχρόνιος 3 διαρκής 4 μακροχρόνιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |