Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diùrna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diˈurna]

απογευματινή παράσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diuretico diurnista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dittongare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dittongazione (θηλ.ουσ)
dittongo (ουσ αρσ )
diuresi (θηλ.ουσ)
diuretico (επίθ.)
diurna (θηλ.ουσ)
diurnista (ουσ αρσ και θηλ.)
diurno (αρσ. επίθ και ουσ)
diuturnità (θηλ.ουσ)
diuturno (επίθ.)
diva (θηλ.ουσ)
divagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
divagarsi (ρ.μ. (αντων.))
divagazione (θηλ.ουσ)
divampare (ρ.αμτβ.)
divano (ουσ αρσ )
divaricamento (ουσ αρσ )
divaricare (ρ. μτβ.)
divaricato (επίθ.)
divaricatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---