Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiurèsi, diùresi, diurèsi, diùresi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diuˈrɛzi], [diˈurezi], [djuˈrɛzi], [ˈdjurezi] διούρησις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |