ItalianoGreco


divàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈvano]

το ντιβάνι, ο καναπές


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


divano-letto [αρσ.] = ο καναπές-κρεβάτι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---