Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈvano]

το ντιβάνι, ο καναπές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divampare divaricamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


divano-letto [αρσ.] = ο καναπές-κρεβάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diva (θηλ.ουσ)
divagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
divagarsi (ρ.μ. (αντων.))
divagazione (θηλ.ουσ)
divampare (ρ.αμτβ.)
divano (ουσ αρσ )
divaricamento (ουσ αρσ )
divaricare (ρ. μτβ.)
divaricato (επίθ.)
divaricatore (ουσ αρσ )
divaricazione (θηλ.ουσ)
divario (ουσ αρσ )
divedere (ρ. μτβ.)
diveggiare (ρ.αμτβ.)
divellere (ρ. μτβ.)
divenire (ουσ αρσ )
divenire (ρ.αμτβ.)
diventare (ρ.αμτβ.)
diverbio (ουσ αρσ )
divergente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---