Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disùria, disurìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diˈzuria], [dizuˈria]

δυσουρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disunito disusare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disumano (επίθ.)
disunione (θηλ.ουσ)
disunire (ρ. μτβ.)
disunirsi (ρ.μ. (αντων.))
disunito (επίθ.)
disuria (θηλ.ουσ)
disusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disusato (επίθ.)
disuso (ουσ αρσ )
disutile (ουσ αρσ )
disutile (επίθ.)
disutilità (θηλ.ουσ)
disvalore (ουσ αρσ )
disvestire (ρ. μτβ.)
disvestirsi (ρ.μ. (αντων.))
disviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disvolere (ρ. μτβ.)
ditale (ουσ αρσ )
ditata (θηλ.ουσ)
diteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---