Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disunióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizuˈnjone]

1 διαφωνία
2 διαχωρισμός
3 έριδα
4 διχόνοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disumano disunire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disuguale (επίθ.)
disumanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
disumanità (θηλ.ουσ)
disumano (επίθ.)
disunione (θηλ.ουσ)
disunire (ρ. μτβ.)
disunirsi (ρ.μ. (αντων.))
disunito (επίθ.)
disuria (θηλ.ουσ)
disusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disusato (επίθ.)
disuso (ουσ αρσ )
disutile (ουσ αρσ )
disutile (επίθ.)
disutilità (θηλ.ουσ)
disvalore (ουσ αρσ )
disvestire (ρ. μτβ.)
disvestirsi (ρ.μ. (αντων.))
disviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---