Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distrofìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [distroˈfia]

δυστροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  districarsi distrofico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distributore (επίθ.)
distribuzione (θηλ.ουσ)
districabile (επίθ.)
districare (ρ. μτβ.)
districarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrofia (θηλ.ουσ)
distrofico (αρσ. επίθ και ουσ)
distruggere (ρ. μτβ.)
distruggersi (ρ.μ. (αντων.))
distruttibile (επίθ.)
distruttivo (επίθ.)
distrutto (επίθ.)
distruttore (ουσ αρσ )
distruttore (επίθ.)
distruzione (θηλ.ουσ)
disturbare (ρ. μτβ.)
disturbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disturbato (επίθ.)
disturbatore (ουσ αρσ )
disturbatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---