Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


districàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [distriˈkare]

1 ξεμπερδεύω
2 βάζω σε τάξη
3 ξεμπλέκω
4 ξεμπερδεύω

districarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [distriˈkarsi]

1 ξεμπερδεύομαι
2 ελίσσομαι
3 βολεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  districabile distrofia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distributivo (επίθ.)
distributore (ουσ αρσ )
distributore (επίθ.)
distribuzione (θηλ.ουσ)
districabile (επίθ.)
districare (ρ. μτβ.)
districarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrofia (θηλ.ουσ)
distrofico (αρσ. επίθ και ουσ)
distruggere (ρ. μτβ.)
distruggersi (ρ.μ. (αντων.))
distruttibile (επίθ.)
distruttivo (επίθ.)
distrutto (επίθ.)
distruttore (ουσ αρσ )
distruttore (επίθ.)
distruzione (θηλ.ουσ)
disturbare (ρ. μτβ.)
disturbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disturbato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---