Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distribuìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [distribuˈibile]

διανεμητέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distrettuale distribuire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distrattamente (επίρ.)
distratto (επίθ.)
distrazione (θηλ.ουσ)
distretto (ουσ αρσ )
distrettuale (αρσ. επίθ και ουσ)
distribuibile (επίθ.)
distribuire (ρ. μτβ.)
distributivo (επίθ.)
distributore (ουσ αρσ )
distributore (επίθ.)
distribuzione (θηλ.ουσ)
districabile (επίθ.)
districare (ρ. μτβ.)
districarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrofia (θηλ.ουσ)
distrofico (αρσ. επίθ και ουσ)
distruggere (ρ. μτβ.)
distruggersi (ρ.μ. (αντων.))
distruttibile (επίθ.)
distruttivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---