Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distòrcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈtorʧere]

1 παραμορφώνω
2 αλλοιώνω
3 στρεβλώνω
4 στραμπουλώ
5 στραβώνω
6 συσπώ
7 διαστρέφω
8 διαστρεβλώνω
9 ξεφορμάρω
10 παραχαράζω (μεταφορικά)
11 παραποιώ

distorcersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [disˈtorʧersi]

1 εξαρθρώνομαι
2 παραμορφώνω ένωση βιαίως
3 παθαίνω διάστρεμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distonico distornare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distogliere (ρ. μτβ.)
distoma (ουσ αρσ )
distomatosi (θηλ.ουσ)
distonia (θηλ.ουσ)
distonico (αρσ. επίθ και ουσ)
distorcere (ρ. μτβ.)
distorcersi (ρ.μ. (αντων.))
distornare (ρ. μτβ.)
distorsione (θηλ.ουσ)
distorto (επίθ.)
distrarre (ρ. μτβ.)
distrarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrattamente (επίρ.)
distratto (επίθ.)
distrazione (θηλ.ουσ)
distretto (ουσ αρσ )
distrettuale (αρσ. επίθ και ουσ)
distribuibile (επίθ.)
distribuire (ρ. μτβ.)
distributivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---