Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [distoˈnia]

δυστονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distomatosi distonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distinto (αρσ. επίθ και ουσ)
distinzione (θηλ.ουσ)
distogliere (ρ. μτβ.)
distoma (ουσ αρσ )
distomatosi (θηλ.ουσ)
distonia (θηλ.ουσ)
distonico (αρσ. επίθ και ουσ)
distorcere (ρ. μτβ.)
distorcersi (ρ.μ. (αντων.))
distornare (ρ. μτβ.)
distorsione (θηλ.ουσ)
distorto (επίθ.)
distrarre (ρ. μτβ.)
distrarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrattamente (επίρ.)
distratto (επίθ.)
distrazione (θηλ.ουσ)
distretto (ουσ αρσ )
distrettuale (αρσ. επίθ και ουσ)
distribuibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---