Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distràrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈtrarre]

αποσπώ την προσοχή

distrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [disˈtrarsi]

1 διασκεδάζω
2 αποσπώ την προσοχή μου από κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distorto distrattamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distorcere (ρ. μτβ.)
distorcersi (ρ.μ. (αντων.))
distornare (ρ. μτβ.)
distorsione (θηλ.ουσ)
distorto (επίθ.)
distrarre (ρ. μτβ.)
distrarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrattamente (επίρ.)
distratto (επίθ.)
distrazione (θηλ.ουσ)
distretto (ουσ αρσ )
distrettuale (αρσ. επίθ και ουσ)
distribuibile (επίθ.)
distribuire (ρ. μτβ.)
distributivo (επίθ.)
distributore (ουσ αρσ )
distributore (επίθ.)
distribuzione (θηλ.ουσ)
districabile (επίθ.)
districare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---