Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdistòrto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [disˈtɔrto] 1 διεφθαρμένος 2 στραβοδίβολος 3 παραμορφωμένος 4 έκφυλος 5 σκολιός 6 διαστρεβλωμένος 7 στρεβλός 8 σκεβρός 9 διεστραμμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |