Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distinzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [distinˈtsjone]

1 διάκριση
2 τιμή
3 τιμητική διάκριση
4 διαχωρισμός
5 ξεχώρισμα
6 περιωπή
7 υπόληψη
8 εξευγενισμός
9 περγαμηνή
10 εύσημο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distinto distogliere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distintamente (επίρ.)
distintissimo (επίθ.)
distintivo (ουσ αρσ )
distintivo (επίθ.)
distinto (αρσ. επίθ και ουσ)
distinzione (θηλ.ουσ)
distogliere (ρ. μτβ.)
distoma (ουσ αρσ )
distomatosi (θηλ.ουσ)
distonia (θηλ.ουσ)
distonico (αρσ. επίθ και ουσ)
distorcere (ρ. μτβ.)
distorcersi (ρ.μ. (αντων.))
distornare (ρ. μτβ.)
distorsione (θηλ.ουσ)
distorto (επίθ.)
distrarre (ρ. μτβ.)
distrarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrattamente (επίρ.)
distratto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---