Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distìnguere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈtingwere]

1 (vedere) διακρίνω
2 (discernere) ξεχωρίζω

distinguersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [disˈtingwersi]

1 διαφοροποιούμαι
2 διαφέρω
3 είμαι ξεχωριστός
4 διακρίνομαι
5 ξεχωρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distimia distinguibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distillazione (θηλ.ουσ)
distilleria (θηλ.ουσ)
distilo (αρσ. επίθ και ουσ)
distimia (θηλ.ουσ)
distinguere (ρ. μτβ.)
distinguersi (ρ.μ. (αντων.))
distinguibile (επίθ.)
distinta (θηλ.ουσ)
distintamente (επίρ.)
distintissimo (επίθ.)
distintivo (ουσ αρσ )
distintivo (επίθ.)
distinto (αρσ. επίθ και ουσ)
distinzione (θηλ.ουσ)
distogliere (ρ. μτβ.)
distoma (ουσ αρσ )
distomatosi (θηλ.ουσ)
distonia (θηλ.ουσ)
distonico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---