Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distillàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [distilˈlato]

απόσταγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distillare distillatoio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


acqua [θηλ.] distillata = το αποσταγμένο νερό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distesamente (επίρ.)
disteso (αρσ. επίθ και ουσ)
distico (ουσ αρσ )
distillabile (επίθ.)
distillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
distillato (αρσ. επίθ και ουσ)
distillatoio (ουσ αρσ )
distillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distillazione (θηλ.ουσ)
distilleria (θηλ.ουσ)
distilo (αρσ. επίθ και ουσ)
distimia (θηλ.ουσ)
distinguere (ρ. μτβ.)
distinguersi (ρ.μ. (αντων.))
distinguibile (επίθ.)
distinta (θηλ.ουσ)
distintamente (επίρ.)
distintissimo (επίθ.)
distintivo (ουσ αρσ )
distintivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---